ἐπικηρυκεύω

ἐπικηρυκεύω
ἐπικηρῡκεύω , ἐπικηρυκεύομαι
send
pres subj act 1st sg
ἐπικηρῡκεύω , ἐπικηρυκεύομαι
send
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικηρυκεία — ἐπικηρυκεία, ἡ (AM) [επικηρυκεύω] μσν. φιλία με ανθρώπους που ήταν προηγουμένως εχθροί αρχ. αποστολή κηρύκων, πρεσβείας για διαπραγμάτευση τής ειρήνης …   Dictionary of Greek

  • επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… …   Dictionary of Greek

  • επικηρύκευμα — ἐπικηρύκευμα, τὸ (Α) [επικηρυκεύω) γνωστοποίηση με απεσταλμένο, με κήρυκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”